- Ντεκάρ, Ρενέ
- (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα του Νάσαου και του εκλέκτορα της Βαυαρίας· ταξίδεψε στην Ολλανδία, Γερμανία, Βοημία και Ουγγαρία. Αργότερα εγκατέλειψε τη στρατιωτική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και κατόπιν στην Ολλανδία, όπου το φιλελεύθερο περιβάλλον ευνοούσε τις μελέτες. Το 1637 δημοσίευσε το έργο του Λόγος περί της μεθόδου (το 1641) στα λατινικά, τους Στοχασμούς, που προκάλεσαν σειρά κριτικών, το 1644 δημοσίευσε στα λατινικά τις Αρχές φιλοσοφίας. Το 1649 παρέδωσε για δημοσίευση τη Διατριβή για τα πάθη της ψυχής και κατόπιν πήγε, ύστερα από πρόσκληση της βασίλισσας Χριστίνας, στη Σουηδία, όπου τον άλλο χρόνο πέθανε. Άφησε πολλά χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων είναι το ατέλειωτο έργο του Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος. Τα άπαντα του Ν. (παραπάνω αναφέρθηκαν τα κυριότερα έργα του) εκδόθηκαν με τη φροντίδα των Adam και Tannery σε 12 τόμους, στο Παρίσι, μεταξύ 1897 και 1910.
Το πρόβλημα της μεθόδου. Ο λόγος περί της Μεθόδου, έργο κατά ένα μέρος αυτοβιογραφικό, είναι η περιγραφή της πορείας που ακολούθησε ο Ν. στην αναζήτηση της «αληθινής μεθόδου για να φτάσω στη γνώση όλων εκείνων που ο νους μου ήταν ικανός να γνωρίσει». Ο Ν. επεδίωκε να αντικαταστήσει με τη νέα του μέθοδο το σύστημα της παραδοσιακής λογικής, που ήταν κατάλληλη, κατά τη γνώμη του, μάλλον να εξηγήσει σε άλλους τις έννοιες της παρά ν’ αποκτήσει από αυτές νέες. Η νέα μέθοδος έπρεπε να συνενώνει μέσα της τις αρετές της τυπικής λογικής και των μαθηματικών, αλλά να αποφεύγει τα ελαττώματά τους και να συναρμόζεται με τους τέσσερις βασικούς κανόνες: Αρχικά να μην αποδέχεται ως αληθινό τίποτα που δεν φαίνεται άμεσα καθαρό και ολοφάνερο· επιπλέον, να αναλύει το αντικείμενο στα απλά στοιχεία του· ακόμη, να ανασυνθέτει την αρχική ενότητα ξεκινώντας από τα απλά στοιχεία και ανεβαίνοντας προοδευτικά στα πιο περίπλοκα· τέλος, να κάνει απαριθμήσεις τόσο πλήρεις και ανασκοπήσεις τόσο γενικές, ώστε να είναι βέβαιο ότι τίποτα δεν έχει παραληφθεί. Οι κανόνες αυτοί εκφράζουν στη σύνθεσή τους την ίδια μέθοδο που ο Ν. είχε περιγράψει στους Κανόνες (που γράφηκαν πιθανώς το 1628). Κοινή είναι η απαίτηση να συγκροτηθεί η μέθοδος της έρευνας με πρότυπο τη μέθοδο των μαθηματικών, τη μόνη απαλλαγμένη από αβεβαιότητες και σφάλματα, συνενώνοντας γι’ αυτό αμοιβαία εμπειρία και απαγωγή και περιορίζοντας την έρευνα στα αντικείμενα τα οποία προσφέρονται στη βέβαιη και αναμφισβήτητη γνώση. Κοινή είναι ακόμα η ταύτιση της μεθόδου με τη σειρά και τη διάταξη των στοιχείων και η απαίτηση για μια τελική επαλήθευση στηριγμένη στην απαρίθμηση. Αν και εμπνέεται από τη μέθοδο των μαθηματικών, η μέθοδος υπερβαίνει κατά πολύ τη φιλοδοξία των μαθηματικών και γίνεται έτσι μέθοδος της φιλοσοφίας που είναι «σπουδή της σοφίας» και σύστημα των ανθρώπινων γνώσεων. Πέρα από τις ειδικές της ρήτρες, η μορφοποίηση της μεθόδου αποτελεί ρήξη με το παρελθόν, γιατί υποκαθιστά την αρχή της αυθεντίας με την αρχή του ολοφάνερου, υποβάλλει σε κριτική τους τρόπους της σχολαστικής και πιστεύει στην πρακτική αξία της θεωρητικής γνώσης.
Η μεθοδική αμφιβολία και η βεβαιότητα του «σκέπτομαι». Είχε προβληθεί ήδη στους Κανόνες η ένσταση της αμφιβολίας, που όμως εκτείνεται μόνο στις γνώμες του άλλου και στις συμπερασματικές προτάσεις. Στον Λόγο περί της Μεθόδου και στους Στοχασμούς διευρύνεται η σημασία της αμφιβολίας και αυτή γίνεται το καθαυτό σημείο αφετηρίας της αναζήτησης «...αφού ήθελα να αφοσιωθώ αποκλειστικά στην έρευνα της αλήθειας, σκέφτηκα πως έπρεπε... να απορρίψω ως απόλυτα λαθεμένο καθετί στο οποίο μπορούσα να υποθέσω την ελάχιστη αμφιβολία... Έτσι, αφού οι αισθήσεις κάποτε μας απατούν, θέλησα να συμπεράνω πως δεν υπήρχε εκεί κάτι που να μην μας κάνουν να το φανταζόμαστε· και αφού υπάρχει άνθρωπος που πλανάται διαλογιζόμενος ακόμα και για τα απλούστερα ζητήματα της γεωμετρίας..., απέρριψα ως λαθεμένους όλους εκείνους τους συλλογισμούς που είχα αποδεχτεί στο παρελθόν ως αποδείξεις - και τέλος, θεωρώντας ότι όλες οι σκέψεις που έχουμε ξύπνιοι μπορούν να μας έρθουν ακόμα και όταν κοιμόμαστε..., αποφάσισα να ισχυριστώ ότι όλα όσα πέρασαν ποτέ από το νου μου δεν ήταν πιο αληθινά από τις οπτασίες των ονείρων μου». Η αμφιβολία είναι λοιπόν γενική, γιατί εκτείνεται σε όλες τις παραστάσεις των αισθήσεων και στις ίδιες τις αρχές της απόδειξης και ακυρώνει εντελώς τη διάκριση μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου. Για να ρυθμίσει τη δική του συμπεριφορά στο ηθικό πεδίο της φάσης, της αμφιβολίας, ο Ν. διαμορφώνει μια «προσωρινή ηθική», δηλαδή έγκυρη ακόμα και σε καιρό αναστολής της κρίσης. Αυτή συγκεφαλαιώνεται στον κανόνα να συμμορφωνόμαστε στους νόμους, στα έθιμα και στη λατρεία της πατρίδας, να είμαστε σταθεροί στη δράση και να επιδιώκουμε να νικάμε τον εαυτό μας μάλλον παρά την τύχη και την τάξη των πραγμάτων. Όμως η αμφιβολία κατόπιν γίνεται μεθοδική, γιατί, αντίθετα από τη σκεπτικιστική αμφιβολία, δεν είναι κατάληξη της έρευνας, αλλά προκαταρκτικός της όρος. Και η αρχή της βεβαιότητας πράγματι υπονοείται στην ίδια την αμφιβολία και εκφράζεται στην πρόταση cogito ergo sum («σκέπτομαι, άρα υπάρχω»): «... όχι με δυσκολία εννόησα ότι, αν είχα την πρόθεση να σκέπτομαι ότι το κάθε τι ήταν λάθος, ήταν ανάγκη να... υπήρχε κάτι· και σημειώνοντας ότι αυτή η αλήθεια: σκέπτομαι, άρα υπάρχω, ήταν τόσο στέρεη και ασφαλής, ώστε ούτε όλες οι υποθέσεις - και οι πιο παράξενες - των σκεπτικιστών δεν ήταν σε θέση να την ακυρώσουν, αποφάσισα πως μπορώ να τη δεχτώ ως αρχή της φιλοσοφίας που ερευνούσα». Ακόμα και η υπόθεση ενός θεού απατηλού αφήνει άθικτη τη βεβαιότητα της ύπαρξης του απατημένου υποκειμένου. Η αρχή του «σκέπτομαι» εκφράζει, λοιπόν, την υπαρξιακή βεβαιότητα της σκεπτόμενης ουσίας.
Θεός και κόσμος. Από εδώ ξεκινά η φιλοσοφική κατασκευή του Ν. Αν είναι βέβαιη η ύπαρξη της σκεπτόμενης ουσίας, τέτοια θα είναι η ύπαρξη των ιδεών που παρουσιάζονται στο υποκείμενο - η αμφιβολία υφίσταται μόνο για την ύπαρξη μιας πραγματικότητας έξω-υποκειμενικής, προς την οποία ανταποκρίνονται εκείνες οι ιδέες. Αλλά μεταξύ αυτών υπάρχει και η ιδέα για έναν «Θεό ύψιστο, αιώνιο, άπειρο, αναλλοίωτο, παντογνώστη, παντοδύναμο και γενικό δημιουργό όλων των πραγμάτων που είναι έξω από αυτόν»- μια τέτοια ιδέα δεν μπορεί να πλάθεται από το ίδιο το υποκείμενο, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη μιας άπειρης ουσίας: «ακόμα και όταν η ιδέα μιας ουσίας είναι μέσα μου από το γεγονός ότι είναι μια ουσία, δε θα είχα γι’ αυτό την ιδέα μιας άπειρης ουσίας, εγώ που είμαι ένα πεπερασμένο ον, αν αυτή δεν είχε εμφυσηθεί μέσα μου από μια ουσία αληθινά άπειρη». Η ιδέα της τελειότητας του Θεού επιβάλλει την ιδέα της φιλαλήθειάς του: η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού είναι λοιπόν εγγύηση της ικανότητάς μας να διακρίνουμε το αληθινό από το λαθεμένο και αναιρεί την εγκυρότητα της αμφιβολίας από την οποία ξεκίνησε η έρευνα. Δίπλα στην ύπαρξη της σκεπτόμενης ουσίας, η βεβαιότητα της οποίας ήταν υπονοούμενη στο «σκέπτομαι», μπορεί να διαπιστωθεί η βεβαιότητα της σωματικής ουσίας. Ακόμα και ο έξω - υποκειμενικός κόσμος ανακτάται έτσι από τη βεβαιότητα.
Φυσική, ψυχολογία και μαθηματικά. Βασική ιδιότητα (κατηγορούμενο) της σωματικής ουσίας, δηλαδή της ύλης, είναι για τον Ν., η έκταση - είναι πράγματι δυνατό να σκεφτούμε ένα σώμα χωρίς τις άλλες ιδιότητες, αλλά δεν μπορούμε να το σκεφτούμε χωρίς έκταση. Από εδώ ξεκινά ο μηχανισμός που χαρακτηρίζει την καρτεσιανή φυσική και ψυχολογία: αρχή της ερμηνείας όλων των φυσικών φαινομένων είναι η μηχανική κίνηση των μερών της ύλης. Οι τρεις βασικοί νόμοι της φυσικής είναι η αρχή της αδράνειας, η τάση των σωμάτων να κινούνται σε ευθεία γραμμή, η αρχή της διατήρησης της κίνησης - νόμοι που σέβονται το αναλλοίωτο του Θεού, ο οποίος από αρχής δημιούργησε τον κόσμο με μια ποσότητα κίνησης και ηρεμίας, που είναι προορισμένη να διατηρείται αναλλοίωτη. Ο φυσικός κόσμος εννοείται από τον Ν. ως ένας μηχανισμός από τον οποίο αποκλείεται κάθε ιδέα σκοπού: η αντίληψη του σκοπού προσιδιάζει στην ηθική ζωή. Οι νόμοι που ρυθμίζουν το φυσικό σύμπαν εξηγούν επίσης τη φυτική και ζωική ζωή· και το ίδιο το ανθρώπινο σώμα έχει τη δομή του μηχανισμού. Μόνο η παρουσία λογικής ψυχής και η αμοιβαία ενέργεια μεταξύ ψυχής και σώματος - ενέργεια που προκύπτει από την ένωσή τους, η οποία πραγματοποιείται κατά τον Ν. στον εγκέφαλο και ακριβώς στον «κωνοειδή αδένα» - διακρίνει τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Εδώ βρίσκεται η ιδιαίτερη δυναμική της συναισθηματικής ζωής του ανθρώπου, ο οποίος μερίζεται μεταξύ των ενεργειών (που εξαρτώνται από τη βούληση) και των παθών –που καθορίζονται, αντίθετα από την ψυχική παρόρμηση– των μηχανικών δυνάμεων που ενεργούν στο σώμα από εδώ ξεκινά επίσης η αναγκαιότητα κυριαρχίας πάνω στα πάθη ως ηθικό ιδανικό σωφροσύνης. Η ψυχολογία του Ν. εκτίθεται στην πραγματεία του για Τα Πάθη της ψυχής (Traite des passions de l’ame, 1649) που περιέχουν διάσπαρτες σκέψεις ηθικού χαρακτήρα- αλλά οργανικά ηθική διδασκαλία δεν διατύπωσε ποτέ ο Ν.
Αντίθετα, άφησε πολλές μαρτυρίες της δραστηριότητάς του στις φυσικές επιστήμες: υπήρξε συγγραφέας - μεταξύ άλλων - πραγματειών για τη διοπτρική, τα μετέωρα, το φως. Αλλά σε αυτόν οφείλεται κυρίως η σαφής διατύπωση μιας νέας μεθόδου γεωμετρικής έρευνας (αν και όχι αποκλειστικά δικής του) της μεθόδου των συντεταγμένων, με την οποία ένα γεωμετρικό πρόβλημα μετατρέπεται σε αλγεβρικό και αντίστροφα. Ο Ν. εκφράζει τις ιδέες του στο έργο Η γεωμετρία (La geometrie, 1637) που δημοσιεύθηκε στο Λέιντεν. Η βάση της μεθόδου στηρίζεται στη δυνατότητα να καθορίζεται ένα σημείο του επιπέδου με τη βοήθεια ενός διατεταγμένου ζεύγους πραγματικών αριθμών (συντεταγμένων) και να θεωρείται μια επίπεδη καμπύλη ως τόπος των σημείων, οι συντεταγμένες των οποίων επαληθεύουν μια ορισμένη εξίσωση. Έτσι ο Ν., μαζί με τον μαθηματικό Φερμά, είναι ο ιδρυτής της αναλυτικής γεωμετρίας. Ο Ν. ασχολήθηκε επίσης με τη μελέτη ειδικών καμπυλών, μεταξύ των οποίων είναι οι ωοειδείς - που φέρουν το όνομά του. Στη μελέτη αυτών των καμπυλών οδηγήθηκε από προβλήματα της οπτικής, στην οποία πέτυχε βασικά αποτελέσματα, όπως την ακριβή διατύπωση του νόμου της διάθλασης.
Σπουδαίος είναι επίσης ο καρτεσιανός κανόνας στην άλγεβρα: ο αριθμός των παραλλαγών προσήμου στην ακολουθία των συντελεστών αλγεβρικής εξίσωσης με πραγματικούς συντελεστές με έναν άγνωστο, ισούται με τον αριθμό των θετικών ριζών της εξίσωσης (υπολογίζοντας την κάθε μια με την πολλαπλότητά της) ή τον υπερβαίνει κατά άρτιο αριθμό. Το ίδιο αποτέλεσμα προκύπτει για τις τηρήσεις του προσήμου και για τις αρνητικές ρίζες.
Τύχη του καρτεσιανισμού. Καταπολεμούμενη από τους θεολόγους, και ειδικά τους ιησουίτες, και από τους αριστοτελικούς, οι οποίοι έφτασαν να απαγορεύσουν τη διδασκαλία των έργων του Ν. στη Σορβόνη, η καρτεσιανή φιλοσοφία διαδόθηκε, ενώ ακόμη ζούσε ο δημιουργός της, κυρίως στην Ολλανδία και στη Γαλλία μεταξύ των ιανσενιστών στη Γαλλία (μεταξύ αυτών οι Αντουάν Αρνώ και Πιερ Νικόλ) οι οποίοι προσπάθησαν να τη συμβιβάσουν με την παράδοση του Αυγουστίνου.
Με πρόθεση να θεραπευθούν οι δυσχέρειες της καρτεσιανής διδασκαλίας ως προς τις σχέσεις μεταξύ ψυχής και σώματος, γεννήθηκε η λεγόμενη συμπτωσιαρχία (occasionalismus), εκπροσωπούμενη από τους Γκέλινξ και Μαλμπράνς. Οι πολεμικές οι σχετικές με τον καρτεσιανισμό διήρκεσαν πολύ χρόνο, και σε αυτό το πλαίσιο τοποθετούνται πολλές από τις πιο εξέχουσες εκδηλώσεις στον επόμενο μισό αιώνα. Συνεχή επιρροή είχε ο μηχανικισμός (που εισηγείται ο Ν.) στην επιστημονική έρευνα.
Ντεκάρτ. Δύο εικόνες από τη «Διοπτρική» του (1637), δοκίμιο σε δέκα λόγους με κεντρικό θέμα την όραση. Το έργο αυτό του Γάλλου φιλόσοφου σημειώνει την απαρχή πολλών μελετών και ερευνών.
Ντεκάρτ. Δύο εικόνες από τη «Διοπτρική» του (1637), δοκίμιο σε δέκα λόγους με κεντρικό θέμα την όραση. Το έργο αυτό του Γάλλου φιλόσοφου σημειώνει την απαρχή πολλών μελετών και ερευνών.
Ο Ντεκάρτ σε πίνακα του Φραντς Χαλς (Λούβρο).
Dictionary of Greek. 2013.